ἀκοπίαστον

ἀκοπίαστον
ἀκοπίαστος
not wearying
masc/fem acc sg
ἀκοπίαστος
not wearying
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακοπίαστος — η, ο (Α ἀκοπίαστος, ον) και ακόπιαστος η, ο 1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο, που δεν προξενεί κόπο «ακόπιαστη δουλειά» «ἀκοπίαστος ὁδὸς» (Αριστοτ.) 2. εκείνος που αντέχει στους κόπους, ο ακαταπόνητος «ακοπίαστος άνθρωπος» «ἀκοπίαστον φῶς ἡλίου»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”